- σιδηριμαγνητισμός
- το, Νφυσ. τύπος μόνιμης μαγνήτισης που παρατηρείται σε στερεά, κυρίως στους φερρίτες, στα οποία τα μαγνητικά πεδία τών επιμέρους ατόμων ευθυγραμμίζονται αυτόματα έτσι ώστε να είναι μεταξύ τους παράλληλα.
Dictionary of Greek. 2013.